Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

φρακταλικό κι ανυπεράσπιστο

η όραση των οστών επιμηκύνεται
το δύσκολο κρέας των Άλπεων τρέφει τη γη μου
γεμάτη με περιπλανώμενα ζωύφια
σε στείρα εξάρτηση με το όλον

μικρή μου σφαίρα κατακόκκινη
υγρή γεμάτη υγρό υγραίνεις την υπόστασή
του

τώρα περπατάω και δεν είναι αργά για τίποτε
ώρα μεσάνυχτη μυρίζει η ζωή μπαρούτι και μηρούς
και άρρυθμοι κρουνοί μου μεταφράζουν τη σιωπή
των όντων 

τώρα πού είναι 
η αρμονία που δεν χρησίμευσε
για την ελαχιστοποίηση του χρόνου
 

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

αιμομιξία με το θεό

εκπνέω αυτό που είμαι σε κβάντα που δε σταματά. αυτό το σπάσιμο σε υπερήχους.
θα έπρεπε να ουρλιάζω αλλά να γράψω μόνο. να γράψω μόνο είναι το σωστό το θέμα.
γράψω να γράψω ένα ποίημα για αυτούς που θα το δουν είναι κάτι το εύκολο. αλλά αρρωσταίνω βαριά και ξερω δεν αν είναι αυτό που θέλω να πω εύκολο. όχι δεν είναι εύκολο. αλλά υπάρχει ένα σημείο πέρα απ΄το οποίο αρχίζω να βλέπω αυτό που γράφω σαν μια φιγούρα που χορεύει πυρετικά χύνοντας ιδρώτα και δεν ξέρω γιατί να το δουν. γιατί να το δουν αν απουσιάζουν απ' την όραση μου;
κι αν τους ρουφήξω μέσα μου σαν φόνισσα θα είμαι, θα είναι έγκλημα να δουν αυτό. αυτό που σχίζω από το πρόσωπό μου και τη βλέννα μου και τα στήθη, γίνεται έγκλημα όταν το δίνω. κι αν δεν το δώσω πάλι είναι έγκλημα. επίτηδες γράφω. έτσι, γράφω αυτό που θα έπρεπε στον ύπνο με ωθεί να ουρλιάξω. είναι αναπόφευκτος ουροβόρος το ποίημα. δεν έχω τα χέρια να το τυλίξω στο πρόσωπο του θεού και. να το φτύσω στο ήσυχο δέρμα του. και δεν θέλω να το φτύσω θέλω να του κάνω έρωτα. ατελείωτο έρωτα ψηφιακό. ερμαφρόδιτο. ανίερο. τελετουργικό. βρώμικο. θεϊκό. θέλω το καυλί του μόνιμα στο κρανίο μου. στη μεγαλύτερη τρύπα της θεωρίας του. όσο γίνεται, γίνομαι από κάτι που φτύνει -> κάτι που απολαμβάνει. γελάω κι ας είναι νοσηρό το γέλιο μου αυτό. λούζομαι επιδικτικά μπροστά του με το ζεστό σπέρμα της ποίησης. στην αλήθεια, θα σας πω αυτό και θα το πω δυνατά. ξέρω πως ξεγελάω τον εαυτό μου θεωρώντας πως ξεγελάω το θεό. αλλά η αλαζονεία της ποίησής μου δεν καταδέχεται τίποτε και δεν είναι το ίδιο με την ανθρώπινη αλαζονεία. αν ο κόσμος είναι το ποίημα του τρελόγερου του "θεού" -> ο κόσμος είναι και το κέρινο ομοίωμα της δικής μου ποίησης. είναι στη φύση της ιδιοφυΐας να ξεγελάει τη φύση με μη φύση και της μεγαλοφυίας να αντιστρέφει όλα τα προηγούμενα επιχειρήματα. ακόμα κι αν βαφτίσω τη μεγαλοφυία ->σχιζοφρένεια πάλι το ίδιο μου κάνει. όλα αυτά είναι λέξεις -> και άρα παιχνίδια μου. και ο θεός τα ζηλεύει και τα ζηλεύει πολύ και απειλούν το ομοίωμά του και έτσι θέλει να με γαμήσει. αλλά εγώ τον συμπαθώ γιατί είναι αδελφός μου κι έτσι διαπράττουμε την αιμομιξία που είναι το χάος. και γιατί είναι το χάος αυτή η αιμομιξία; γιατί όταν προσθέτεις το ατόφιο στο κίβδηλο / το νοσηρό στο υγιές / το θάνατο στην ύπαρξη και βάζεις και τόσους ανθρώπους να παίζουν με αυτά όλα, τότε δημιουργείται το χάος. αν ήμουν ένα έμβρυο μέσα σ' ένα πλυντήριο και με ρωτούσαν αν μου αρέσει το χάος θα έλεγα όχι. και τώρα λέω όχι αλλά τώρα είναι αλλιώς...

μητέρα.


 η μητέρα κοχλάζει ατμό
βγάζει άσπρο σπέρμα αρρώστιας από το λαιμό της
δεν είναι φυσιολογικό λέμε και κοιτάζω αμήχανα τον πατέρα
η μητέρα βγάζει συντριπτικά αέρια, δείγμα σφάλματος στο εσωτερικό της μήτρας
η μητέρα φοβάται συνέχει και κλαίει συνέχεια
η μητέρα ζητάει προσοχή στη δύσκολη φυγή της
η μητέρα θέλει με όλο της το σώμα να αποχωρήσει
η μητέρα διχασμένη, πεταμένη στα σκαλοπάτια των ημερών
ασθενεί και ασθμαίνει
και δε μιλά όταν έχει ανάγκη
η μητέρα δίνει σήματα, σήματα καπνού και κρέατα γύρω της τη διώχνουν
απ' την κρεαταγορά των ανθρώπων όπως για παράδειγμα ο πατέρας
κι εγώ.

η μητέρα με πονάει σε κάθε της άρθρωση

 η μητέρα σφίγγεται να αποβάλει κάτι που δεν είμαι πια εγώ
θέλει να διώξει, να αυτοεξοριστεί σε αυταπάρνηση
φοβάται και όλους μας διώχνει σαν αποκρουστικά ζωύφια
η μητέρα λατρεύει μόνο εμένα
αυτό είναι από πάντα, αλλά τώρα λατρεύει υπόγεια
μέσα από τις κινήσεις της αναπνέω μόνο απελπισία
η μητέρα θέλει να με αφήσει
πίσω, ή μπροστά της.

 η μητέρα με πονάει σε κάθε της άρθρωση

 η μητέρα με φοβίζει
με  συλλαβίζει σαν ανάμνηση πια
η μητέρα πάσχει από πάντα, μια ασθένεια πολύ τρομαχτική
που δεν είναι όμως η μητέρα
δεν θέλει να γίνει καλά πια
η μητέρα είναι κουρασμένη απ' όλα
έχει πυρετό και υπόγεια κλαίει πολύ για όλα
και πιο υπόγεια μια ευτυχία διαστροφική και μόνιμα άσκοπη
η μητέρα δεν αγαπάει πια κανέναν

η μητέρα με πονάει σε κάθε της άρθρωση

 φτιάχτηκε από βελανίδια και σκόρδα
και σιωπηλούς αμμωνίτες μέσα σε ψύχη και αναταραχές
και σκοτάδια. την τρέμω από παιδί
η μητέρα με κάνει να θέλω να κλαίω συνέχεια
η παράδοξη μητέρα μου κοιτάζει εκεί που γεννήθηκα
και μετά κοιτάζει την ύπαρξή της
και μπερδεύομαι
η αναλγητική, η στεγνή στείρα μητέρα θέλει να γίνει
μια σταφίδα τόσο μαραζωμένη που να μην την αναγνωρίζω.
η μητέρα με σέρνει στα καταγώγια της μοναξιάς της
χωρίς να μου διευκρινίσει ποτέ
ποια ήταν στ' αλήθεια